- γενήσει
- γίγνομαιcome into a new state of beingfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλοπεύς — κλοπεύς, ὁ (AM) κλέφτης («κλοπεὺς ὅπως γενήσει τῶν ἀνικήτων ὅπλων», Σοφ.) αρχ. αυτός που ενεργεί κρυφά ή δόλια («φιλεῖ δ ὁ θυμὸς πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὶς τῶν μηδὲν ὀρθῶς ἐν σκότῳ τεχνωμένων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοπός ή < κλοπή] … Dictionary of Greek
παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… … Dictionary of Greek